Thursday, July 4, 2013

100 χρόνια απο την κατάκτηση του Ολύμπου...

Φέτος το καλοκαίρι (2 Αυγούστου), η ελληνική ορειβασία γιορτάζει την επέτειο της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την κατάκτηση της ψηλότερης ελληνικής κορυφής, του Μύτικα με τα 2.918 μέτρα...


Μικρό χρονικό της πρώτης ανάβασης

Τον Ιούλιο του 1913 οι Ελβετοί Frederic Boissonnas (1858-1946), φωτογράφος-εκδότης και Daniel Baud Bovy (1870-1958), συγγραφέας-τεχνοκρίτης, μετά την περιήγησή τους στην απελευθερωμένη Ήπειρο, φθάνουν στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσουν και να φωτογραφήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις, μετά από πρόσκληση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Οι δύο Ελβετοί, θέλοντας να αξιοποιήσουν τις οκτώ ημέρες που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο υποχρεωτικών εμβολιασμών τους για χολέρα, αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Όλυμπο, εκπληρώνοντας έτσι ένα παλιό τους όνειρο.
 
Στις 28 Ιουλίου φθάνουν στο Λιτόχωρο με καΐκι από τη Θεσσαλονίκη (όπως συνηθιζόταν τότε) και αφού παίρνουν για οδηγό τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκαλο (1882-1976) ξεκινούν την επόμενη ημέρα για τη Μονή Αγίου Διονυσίου, όπου φθάνουν το μεσημέρι. Την ίδια μέρα ανηφορίζουν το παλιό μονοπάτι στα βόρεια του μοναστηριού και κατασκηνώνουν στην Πετρόστρουγκα.
 
Στις 30 Ιουλίου, αφού αφήνουν την Πετρόστρουγκα και το κατεστραμμένο από μεγάλη πυρκαγιά δάσος της, ανηφορίζουν στη Σκούρτα και αφού διασχίσουν το «λαιμό» φθάνουν στην άκρη του σημερινού «Οροπεδίου των Μουσών», που αμέσως βαφτίζουν «Λιβάδι των θεών». Στη συνέχεια ανεβαίνουν στον Προφήτη Ηλία και εξερευνούν τη βάση του Στεφανιού. Βαφτίζουν το Στεφάνι «Θρόνο του Διός», ενώ στο Σκολιό δίνουν την περίεργη ονομασία «Μαύρη κορυφή» (γιατί εκείνη την ώρα ήταν σκοτεινή η πλευρά της προς τα Μεγάλα Καζάνια).

Από το οροπέδιο κατεβαίνουν απότομες σάρες και σε δύο ώρες φθάνουν στην άκρη του δάσους, όπου υπήρχε μία καλύβα ξυλοκόπων. Στο σημείο αυτό είναι σήμερα το μικρό ξέφωτο, ΒΑ του καταφυγίου «Σπήλιος Αγαπητός», που λειτουργεί ως ελικοδρόμιο. Στην καλύβα συνειδητοποιούν ποιος είναι ακριβώς ο «δρόμος» για την κορυφή.

Στις 31 Ιουλίου, ενώ η ομάδα έχει αποφασίσει να επιστρέψει στο Λιτόχωρο, κοντά στο μοναστήρι αποφασίζουν να επιχειρήσουν την ανάβαση στην ψηλότερη και απάτητη κορυφή του Ολύμπου. Έτσι επιστρέφουν στα Πριόνια, όπου το βράδυ δοκιμάζονται από μία φοβερή θύελλα. Την επόμενη μέρα, αρκετά ταλαιπωρημένοι ανηφορίζουν το Μαυρόλογγο και το απόγευμα φθάνουν στην καλύβα όπου και διανυκτερεύουν.

Πριν ακόμα ξημερώσει ξεκινούν με ομίχλη, χαλάζι και δυνατό αέρα. Μετά από μία κοπιαστική ανάβαση από μικρές χαραδρώσεις, σάρες και απότομους γλιστερούς βράχους, βρίσκονται με μία τελευταία έφοδο πάνω σε μία στενή κορυφογραμμή (από την περιγραφή φαίνεται ότι ανέβηκαν κατευθείαν από τα Ζωνάρια).
Σκαρφαλώνοντας συνέχεια μέσα στην ομίχλη, ο Χρήστος Κάκαλος μπροστά ξυπόλητος και πίσω οι δύο Ελβετοί δεμένοι με σχοινί, ανεβαίνουν τελικά σε μία «καταφαγωμένη» κορυφή που βαφτίζουν «Κορυφή της Νίκης» (προς τιμήν της νίκης των ελληνικών στρατευμάτων στο Σαραντάπορο), νομίζοντας πως είναι η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Οι Ελβετοί γράφουν λίγα λόγια για την ανάβαση σε μία κάρτα, τη βάζουν μέσα σε ένα μπουκάλι και το τοποθετούν προσεκτικά κάτω από ένα σωρό από πέτρες για να το προστατεύσουν (βρέθηκε 14 χρόνια μετά, στάλθηκε στην Ελβετία και σήμερα βρίσκεται στα γραφεία της Ε.Ο.Ο.Α.)

Σε ένα ξάνοιγμα όμως του καιρού βλέπουν μία άλλη φοβερότερη κορυφή ψηλότερα από το σημείο που βρίσκονται και καταλαβαίνουν το λάθος τους. Απογοητευμένοι κατεβαίνουν από την απόκρημνη κορυφή που τώρα ονομάζουν «Ταρπηϊα Πέτρα». Αλλά, όπως γράφει αργότερα ο Boissonnas, στην καρδιά κάθε θνητού βρίσκεται ένα κομματάκι από τη φωτιά του Προμηθέα.



Στην ''Ταρπηία πέτρα'' σημερινό ''Παραμύτικα''
 

Ο Χρήστος Κάκαλος με κατεβασμένο το κεφάλι, αμίλητος, κατεβαίνει την απότομη κόψη. Σταματάει. Μπροστά του ο «κατακόρυφος διάδρομος» που οδηγεί στην ψηλότερη κορυφή. "Επάνω;" ρωτάει. Οι Ελβετοί του γνέφουν καταφατικά. Είναι η μυστική απόφαση που είχαν πάρει προηγούμενα και οι τρεις τους, ο καθένας για τον εαυτό του, χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Όλοι τους μία σκέψη, μία καρδιά. Χωρίς άλλα λόγια ο Κάκαλος αφήνει τα φωτογραφικά του σύνεργα στη βάση του διαδρόμου και ρίχνεται μπροστά, σκαρφαλώνει με πείσμα τους λείους και επικίνδυνους βράχους ακολουθούμενος από τους δύο Ελβετούς. Σε λίγο είναι στο τέρμα, δεν πάει παραπάνω, είναι στην κορυφή.
Έτσι στις 2 Αυγούστου 1913 (οι Ελβετοί ήδη χρησιμοποιούσαν το σημερινό ημερολόγιο), ώρα 10 και 25΄ το πρωί κατακτιέται η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδος, η απάτητη μέχρι εκείνη τη στιγμή κορυφή του Ολύμπου. Κατακτητές της οι Χρήστος Κάκαλος, Frederic Boissonnas και Daniel Baud Bovy. Ο Χρήστος Κάκαλος έγινε αργότερα ο πρώτος επίσημος οδηγός του Ολύμπου και για τελευταία φορά ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή, το Μύτικα, το 1972.

Η ανάβαση αυτή και η κατάκτηση της κορυφής, που βάφτισαν τότε «Κορυφή Βενιζέλος»
(Μύτικας ονομάστηκε αργότερα) έγινε επίσημα γνωστή το 1919 με την έκδοση του βιβλίου «La Grèce Immortelle»).




Λιγα λόγια για τον Χρηστο Κάκαλο

(13.07.1882 -  12.04.1976)

Γεννήθηκε και πέθανε στο Λιτόχωρο Πιερίας. Ήταν κυνηγός αγρικάτσικων, και ένας από τους λίγους που ήξερε απ' εξω και ανακατωτά όλα τα μονοπάτια του Μυθικού Όλυμπου. Το καλοκαιρι του 1913 ανέλαβε να οδηγήσει τους Ελβετούς περιηγητές, τον περίφημο φωτογράφο Φρεντερίκ Μπουασονά και τον συνοδό του Μποβί , στην κορυφη του βουνού, κατι που πραγματοποιήθηκε στις 2 Αυγουστου του 1913. Προς τιμήν του, στις 13-6-1984  μετονομάστηκε στ' όνομά του το Καταφύγιο Ολύμπου Γ' ''Βασιλευς Παύλος'' , που βρίσκεται στο οροπέδιο των Μουσών σε υψόμετρο 2648 μ)



                                                               ο Χρηστος Κάκαλος




                                                  Το καταφύγιο ''Χρήστος Κάκαλος''



Η τελευταία αναβαση
 
Ο Κωνσταντίνος Ζολώτας μεγάλωσε κι αυτός στο Λιτόχωρο, στη «σκιά» του Ολύμπου. Ανέβηκε για πρώτη φορά στην κορυφή του σε ηλικία 16 ετών και μυήθηκε στα μυστικά του από τον ίδιο τον «μπαρμπα-Χρήστο» Κάκαλο. Το 1972, ο Κάκαλος ήταν 90 ετών και ήθελε να ανέβει για τελευταία φορά, για να αποχαιρετήσει το βουνό. Μια μέρα, ο Ζολώτας του λέει «μπαρμπα- Χρήστο είσαι έτοιμος να πάμε;». «Να πάμε» απάντησε εκείνος. Μαζί τους πήραν και τις τρεις τότε κόρες του Ζολώτα, ηλικίας 3, 5 και 10 ετών.
«Τα πόδια του διαμαρτύρονταν, αλλά η ψυχή του ήταν ασυγκράτητη», θυμάται ο τελευταίος και διηγείται στο «Εθνος» την εμπειρία που τον σημάδεψε: «Σιγά σιγά ανεβαίναμε. Κάναμε πολλές στάσεις. Κάποια στιγμή μου λέει ότι τον ενοχλούν τα παπούτσια και βγάζει έναν σουγιά για να τα κόψει. Μετά γυρνάει και μου λέει: Δεν φταίνε τα παπούτσια, Κώστα, τα πολλά τα χρόνια φταίνε...». Στον δρόμο έκανε μια αναδρομή των αμέτρητων αναβάσεών του, με τις εικόνες να περνούν μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία. Ηταν ο απολογισμός, στην τελευταία ανάβαση. Οταν έφτασαν στον Μύτικα, πατούσαν ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος ορειβάτης, 90 ετών, και η μικρότερη, η 3χρονη κόρη του Ζολώτα, Χριστίνα


                                                          Η τελευταία φορά στη κορυφή


No comments:

Post a Comment